- συμπαρεκτείνω
- Α [παρεκτείνω]1. εκτείνω παραλλήλως2. (κατ' επέκτ.) συγκρίνω, παραβάλλω3. μέσ. συμπαρεκτείνομαια) συγκρίνομαι με κάποιον ή με κάτιβ) έχω την ίδια έκταση με άλλον («συμπαρεκτεινόμενον ὅλῳ τῷ μήκει τῆς ῥάχεως», Γαλ.)γ) διαρκώ όσο και κάτι άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.