συμπαρεκτείνω

συμπαρεκτείνω
Α [παρεκτείνω]
1. εκτείνω παραλλήλως
2. (κατ' επέκτ.) συγκρίνω, παραβάλλω
3. μέσ. συμπαρεκτείνομαι
α) συγκρίνομαι με κάποιον ή με κάτι
β) έχω την ίδια έκταση με άλλον («συμπαρεκτεινόμενον ὅλῳ τῷ μήκει τῆς ῥάχεως», Γαλ.)
γ) διαρκώ όσο και κάτι άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμπαρεκτείνω — σύν , παρά κτείνω kill aor ind mid 2nd sg σύν παρεκτείνω stretch out in line aor subj act 1st sg σύν παρεκτείνω stretch out in line pres subj act 1st sg σύν παρεκτείνω stretch out in line pres ind act 1st sg σύν παρεκτείνω stretch out in line aor …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρέκτασις — άσεως, ἡ, Α [συμπαρεκτείνω] αντιπαράθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”